- στρατύλλαξ
- στρᾰτύλλαξ, ὁ, perh. Comic Dim. of στρατηγός,A toy captain, Cic. Att.16.15.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρατύλλαξ — ακος, ὁ, Α (κωμική λ.) υποκορ. ασήμαντος στρατηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός, με εκφραστικό ένθημα υλλ και επίθημα αξ, ακος (πρβλ. σκύλ αξ)] … Dictionary of Greek